νταραβέρι — νταραβέρι, το και νταλαβέρι, το (λ. τουρκ.) 1. εμπορική δοσοληψία, συναλλαγή, παζάρι, αγοραπωλησία: Στην αγορά έγινε καλό νταραβέρι. 2. μτφ., σχέση οικειότητας, διαφορά, συζήτηση: Να πέφτεις συ να ρχετ αυτός να γίνεται λιγάκι νταραβέρι (Σουρής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταραβέρι — και νταλαβέρι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία 2. συν. στον πληθ. διαπροσωπικές σχέσεις, σχέσεις οικειότητας μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων («τά κόψαμε τα νταραβέρια») 3. διαπληκτισμός, φασαρία, καβγάς, τσακωμός («δεν πληρώνει το νοίκι… … Dictionary of Greek
νταραβερίζομαι — [νταραβέρι] 1. έχω εμπορικές συναλλαγές, έχω δοσοληψίες με κάποιον («νταραβερίζεται με όλο τον γνωστό επιχειρηματικό κόσμο») 2. μτφ. α) (γενικά) έχω σχέσεις με κάποιον β) (ειδικά) έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον («νταραβερίζεται με πολλούς») … Dictionary of Greek
αλισβερίσι — και αλισιβερίσι και αλισφερίσι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία, δούναι και λαβείν, νταραβέρι 2. ερωτικό πάρε δώσε, ερωτική σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alisveris «πάρε δώσε». ΠΑΡ. νεοελλ. αλισβερίζομαι] … Dictionary of Greek
νταλαβέρι — το βλ. νταραβέρι … Dictionary of Greek
νταραβερτζής — και νταλαβερτζής, ο 1. αυτός που έχει εμπορικές συναλλαγές, που έχει δοσοληψίες με κάποιον 2. πολυπράγμων, αυτός που αναμιγνύεται σε διάφορες υποθέσεις κυνηγώντας το κέρδος 3. αυτός που τού αρέσει να προκαλεί φασαρία, εριστικός, καβγατζής.… … Dictionary of Greek
daraveră — DARAVÉRĂ, daraveri, s.f. 1. Păţanie; încurcătură; bucluc, belea. 2. Treburi, interese; afaceri (comerciale), negustorie. [var.: daravélă s.f.] – Dare + avere (după it. dare et avere). Trimis de ionel bufu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 DARAVÉRĂ s.… … Dicționar Român
τζίρος — ο (λ. ιταλ.), εμπορική συναλλαγή, κύκλος εργασιών, νταραβέρι: Σήμερα είχαμε πολύ τζίρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)